- ἀπειρηκότα
- ἀπό-ἐρῶverbumperf part act neut nom/voc/acc plἀπό-ἐρῶverbumperf part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσκαταλύω — Α 1. καταλύω επί πλέον 2. διαλύω επί πλέον 3. ολοκληρώνω μια καταστροφή («τὸν ἀπειρηκότα αὐχένα μείζονι κακῷ τούτῳ προσκατέλυε», Λιβάν.) … Dictionary of Greek